ΕΙΔΙΚΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ, ΕΚΠΤΩΣΗ ΑΝΑΔΟΧΟΥ

 

 

Ο Συντάξας:                                                    

Ημερομηνία:

Ο Ελέγξας:                                                      

Ημερομηνία:

Ο Εγκρίνων:                                                    

Ημερομηνία:

 

 

 

 

 

Αριθμός Έγκρισης:

 

 

 


1.  Σκοπός

Σκοπός αυτής της πράξης είναι η σύννομη έκδοση Ειδικής Διαταγής, Ειδικής Πρόσκλησης και στη συνέχεια η Έκπτωση του Αναδόχου μίας εργολαβίας, στις περιπτώσεις που ο Ανάδοχος δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του, προκειμένου να διασφαλισθούν τα συμφέροντα του Ελληνικού Δημοσίου.

2.      Πεδίο εφαρμογής / Αντικείμενο

Η πράξη αυτή εφαρμόζεται σε όλες τις εργολαβίες της Υπηρεσίας που διέπονται ως προς την εκτέλεσή τους από το Ν 1418/84.

3.  Υπευθυνότητα και αρμοδιότητα

Υπεύθυνοι για την εφαρμογή είναι:

·                Ο Διευθυντής της Υπηρεσίας: όσον αφορά στην εποπτεία εφαρμογής της πράξης, αρμοδιότητας Προϊσταμένης Αρχής.

·                Ο Προϊστάμενος της Διευθύνουσας Υπηρεσίας Κατασκευών: όσον αφορά στο γενικό έλεγχο αρμοδιότητας Διευθύνουσας Υπηρεσίας, και την έκδοση Ειδικής Διαταγής, Ειδικής Πρόσκλησης και στη συνέχεια Απόφασης Έκπτωσης του Αναδόχου μίας εργολαβίας της Υπηρεσίας.

·                Ο Επιβλέπων Μηχανικός: όσον αφορά στην εισήγηση για την έκδοση Ειδικής Διαταγής, Ειδικής Πρόσκλησης και στη συνέχεια Απόφασης Έκπτωσης του Αναδόχου μίας εργολαβίας στο έργο που επιβλέπει.

4.  Ορισμοί

·                Ειδική Διαταγή: έγγραφο που εκδίδεται από τη Διευθύνουσα Υπηρεσία και αποστέλλεται στον Ανάδοχο όταν συντρέχουν περιπτώσεις ακαταλληλότητας υλικών, ελαττωμάτων, παραλείψεων συντήρησης κ.ο.κ., στο οποίο προσδιορίζονται τα ελαττώματα, ο τρόπος αποκατάστασής τους και τάσσεται εύλογη προθεσμία για την ολοκλήρωση των εργασιών αποκατάστασης.

·                Ειδική Πρόσκληση: έγγραφο που εκδίδεται από τη Διευθύνουσα Υπηρεσία και αποστέλλεται στον Ανάδοχο όταν συντρέχουν οι περιπτώσεις που καταγράφονται στην παράγραφο 5.1 της παρούσας πράξης, μνημονεύονται απαραίτητα οι διατάξεις του άρθρου 47 του ΠΔ 609/85 και γίνεται συγκε­κριμένη περιγραφή ενεργειών ή εργασιών, που πρέπει να εκτελεστούν από τον Ανάδοχο μέσα σε διορία που τάσσεται με την ίδια Ειδική Πρόσκληση. 

·                Έκπτωση Αναδόχου: η σπουδαιότερη και δυσμενέστερη, από πλευράς εννόμων συνεπειών, κύρωση σε βάρος του Αναδόχου.  Με την Έκπτωση το έργο αφαιρείται από τον Ανάδοχο και επιπλέον επέρχονται σε βάρος του επιπρόσθετες παρεπόμενες δυσμενείς συνέπειες.

5.  Περιγραφή ενεργειών / Διαδικασία

5.1  Περιπτώσεις κήρυξης του Αναδόχου εκπτώτου

Ο Ανάδοχος ενός έργου είναι υποχρεωμένος να κατασκευάσει το έργο σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης και τις σύμφωνες προς αυτή έγγραφες εντολές του φορέα κατασκευής του έργου.  Ανάδοχος που δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του, σύμφωνα με τα ανωτέρω, μπορεί να κηρυχθεί έκπτωτος (άρθρο 7, Ν 1418/84 και άρθρο 47, ΠΔ 609/85).

Ενδεικτικά και όχι περιοριστικά ή αποκλειστικά, ο Ανάδοχος ενός έργου μπορεί να κηρυχθεί έκπτωτος από την εργολαβία στις εξής περιπτώσεις (παρ. 1, άρθρο 47, ΠΔ 609/85):

(1)            Αν δεν εκπληρώνει τις συμβατικές του υποχρεώσεις,

(2)            Αν δεν συμμορφώνεται με τις γραπτές εντολές της Υπηρεσίας που του δίνονται σύμφωνα με τη σύμβαση ή το νόμο,

(3)            Αν καθυστερήσει την έναρξη των εργασιών ή την υποβολή του χρονοδιαγράμματος, ή καθυστερεί την πρόοδο των εργασιών ώστε να είναι προφανώς αδύνατη η εμπρόθεσμη εκτέλεση του έργου,

(4)            Αν οι εργασίες του είναι κατά σύστημα κακότεχνες ή τα υλικά που χρησιμοποιεί δεν ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές,

(5)            Αν δεν εφαρμόζει τα εγκεκριμένα σχέδια της μελέτης του έργου,

(6)            Αν συστηματικά παραλείπει την τήρηση των κανόνων ασφαλείας των εργαζομένων ή της προστασίας του περιβάλλοντος,

(7)            Αν έληξε η ολική προθεσμία του έργου χωρίς αυτό να έχει αποπερατωθεί, ή

(8)            Αν υπερβεί με υπαιτιότητά του, έστω και μια αποκλειστική προθεσμία του εγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος κατά τρίμηνο ή καθυστερήσει την έναρξη των εργασιών για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριάντα ημερών από την υπογραφή της σύμβασης ή δεν εφαρμόσει μέσα σε δύο μήνες από την υπογραφή της σύμβασης το οργανόγραμμα εργοταξιακής ανάπτυξης.

5.2     Ειδική Διαταγή – Ειδική Πρόσκληση

Μόλις διαπιστωθεί από τον Επιβλέποντα του έργου ότι συντρέχει περίπτωση ακαταλληλότητας υλικών, ελαττωμάτων, παραλείψεων συντήρησης κτλ. ή τουλάχιστον μία από τις περιπτώσεις της παρ. 5.1. ανωτέρω, μετά από εισήγηση προς τη Διευθύνουσα Υπηρεσία και συνεννόηση με την Προϊσταμένη Αρχή, εκδίδεται από τον Προϊστάμενο της Διευθύνουσας Υπηρεσίας Ειδική Διαταγή, (βλ. έντυπο ΔΠΚ12/Ε1), σύμφωνα με το άρθρο 46 του ΠΔ 609/85, ή Ειδική Πρόσκληση, (βλ. έντυπο ΔΠΚ12/Ε2), σύμφωνα με το άρθρο 47 του ΠΔ 609/85.

5.2.1       Ειδική Διαταγή

Στην Ειδική Διαταγή, που εκδίδεται όταν συντρέχουν περιπτώσεις ακαταλληλότητας υλικών, ελαττωμάτων, παραλείψεων συντήρησης κτλ., προσδιορίζονται τα ελαττώματα, ο τρόπος αποκατάστασής τους και τάσσεται εύλογη προθεσμία για την ολοκλήρωση των εργασιών αποκατάστασης. Στην αποκατάσταση μπορεί να περιλαμβάνεται η καθαίρεση των ελαττωματικών εργασιών και η ανακατασκευή τους, αν αυτό επιβάλλεται από τα πράγματα. Η Ειδική Διαταγή μπορεί επίσης να ορίζει και την επανακατασκευή των τμημάτων εκείνων του έργου, που αν και δεν φέρουν τα ίδια κάποιο ελάττωμα, επηρεάζονται από την ύπαρξη ελαττωμάτων σε άλλα τμήματα του έργου, βάσει των κανόνων της οικοδομικής τέχνης και των συμβατικών όρων (ΕφΠατρ 400/86 ΑχΝομ 3, 550).  Αν το ελάττωμα δεν είναι ουσιώδες και η αποκατάστασή του απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες, με την Ειδική Διαταγή ορίζεται, αντί για αποκατάστασή του, ποσοστό μείωσης της αμοιβής του Αναδόχου για τις αντίστοιχες εργασίες. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η διαταγή μπορεί να περιλαμβάνει και την εκτέλεση ορισμένων εργασιών για τον περιορισμό του ελαττώματος (άρθρο 46, παρ. 2, ΠΔ 609/85).  Σημειώνεται ότι η μείωση της αμοιβής πρέπει να είναι ποσοστιαία και οποιαδήποτε άλλη μέθοδος μείωσης της αμοιβής του Αναδόχου σε περίπτωση επουσιωδών ελαττωμάτων δεν είναι σύννομη και επομένως είναι άκυρη (ΔΕφΑθ 1281/90 ΔιΔικ 2, 1376).

Οι εργασίες που παρουσιάζουν ουσιώδη ελαττώματα δεν περιλαμβάνονται στις πιστοποιήσεις μέχρι την αποκατάσταση του ελαττώματος, ενώ οι εργασίες που παρουσιάζουν επουσιώδη ελαττώματα και έχει οριστεί γι αυτές μείωση της αμοιβής του Αναδόχου, περιλαμβάνονται στις πιστοποιήσεις με το μειωμένο τίμημα.  Αν το ελάττωμα αποκαλυφθεί αφού έχουν πιστοποιηθεί οι εργασίες, μπορεί η περικοπή να γίνει στην επόμενη ή σταδιακά σε περισσότερες επόμενες πιστοποιήσεις, σύμφωνα με σχετική απόφαση της Διευθύνουσας Υπηρεσίας (άρθρο 46, παρ. 8, ΠΔ 609/85).

Αν έχει κοινοποιηθεί στον Ανάδοχο Ειδική Διαταγή με εντολή αποκατάστασης των ελαττωμάτων, χωρίς όμως να προσδιορίζεται αν αυτά είναι ουσιώδη ή μη, δεν επιτρέπεται να κοινοποιηθεί στον Ανάδοχο μεταγενέστερη Ειδική Διαταγή που να χαρακτηρίζει τα συγκεκριμένα ελαττώματα ως μη ουσιώδη και να ορίζει μείωση του εργολαβικού ανταλλάγματος γι αυτά, η δε έκδοση τέτοιας μεταγενέστερης Ειδικής Διαταγής είναι άκυρη (ΔΕφΑθ 767/90 ΝΔΕ Τομ. 2, 45/2 και ΔΕφΑθ 3631/89 ΝΔΕ Τομ. 2, 45/1).

Ο Ανάδοχος δικαιούται να ασκήσει ενώπιον της Προϊσταμένης Αρχής ένσταση κατά της ως άνω Ειδικής Διαταγής, μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία 10 ημερών από την κοινοποίησή της, κατά τα λοιπά όπως ορίζεται στο άρθρο 46, παρ. 3, 4, 5, 6, 7 του ΠΔ 609/85.  Σχετικά με την παρ. 6 (άρθρο 46, ΠΔ 609/85), σημειώνεται ότι ο ΚτΕ δεν δικαιούται σε καμία περίπτωση να προϋπολογίσει το κόστος των προς εκτέλεση εργασιών και να το παρακρατήσει από το οφειλόμενο εργολαβικό αντάλλαγμα ή να δεσμεύσει αντίστοιχες εγγυητικές επιστολές του Αναδόχου, οι οποίες θα έπρεπε κατά το νόμο να του επιστραφούν (ΔεφΑθ 767/90 ΔιΔικ 2, 1377).

Η μη αποκατάσταση των ελαττωμάτων από τον Ανάδοχο μέσα στην προθεσμία που ορίζεται στην Ειδική Διαταγή, συνιστά λόγο έκπτωσης αυτού από της εργολαβία (άρθρο 7, παρ. 3.β, Ν 1418/84).

Αν, ύστερα από την άσκηση αίτησης θεραπείας ή προσφυγής, δικαιωθεί ο Ανάδοχος, αποκαθίστανται τα πράγματα στην κατάσταση στην οποία θα ήσαν σε περίπτωση που δεν θα είχε εκτελεστεί η μετέπειτα ακυρωθείσα Ειδική Διαταγή.  Έτσι, εάν μεν οι εργασίες αποκατάστασης είχαν εκτελεστεί από τον Ανάδοχο, ο Ανάδοχος δικαιούται να πληρωθεί γι αυτές βάσει των συμβατικών όρων και τιμών, σε περίπτωση δε που οι εργασίες διατάχθηκαν ύστερα από την απομάκρυνση των εγκαταστάσεων του Αναδόχου, συντάσσονται νέες τιμές μονάδας που λαμβάνουν υπόψη το γεγονός αυτό (άρθρο 46, παρ. 5, ΠΔ 609/85).

Η ανωτέρω διαδικασία περί Ειδικής Διαταγής εφαρμόζεται και για την περίπτωση που ο Ανάδοχος παραλείπει τις υποχρεώσεις του για τη συντήρηση των έργων για όσο χρόνο τον βαρύνει η συντήρηση αυτή (άρθρο 46, παρ. 7, ΠΔ 609/85).

5.2.2       Ειδική Πρόσκληση

Στην Ειδική Πρόσκληση, που εκδίδεται όταν συντρέχουν οι περιπτώσεις που καταγράφονται στην παράγραφο 5.1. της παρούσας, μνημονεύονται απαραίτητα οι διατάξεις του άρθρου 47 του ΠΔ 609/85 και γίνεται συγκε­κριμένη περιγραφή ενεργειών ή εργασιών, που πρέπει να εκτελεστούν από τον Ανάδοχο μέσα σε διορία που τάσσεται με την ίδια Ειδική Πρόσκληση.  Η διορία πρέπει να είναι εύλογη, σχετικά μ' αυτά που ζητούνται να εκτελεσθούν και πάντως όχι μικρότερη από 10 ημέρες ούτε να υπερβαίνει την οριακή προθεσμία εκτέλεσης του έργου. Σε περίπτωση που ζητείται η λήψη μέτρων για την αποτροπή προφανών κινδύνων, η διορία που τάσσεται μπορεί να είναι και μικρότερη των 10 ημερών (άρθρο 47, παρ. 2, ΠΔ 609/85).

Η Ειδική Πρόσκληση και οι προθεσμίες που τάσσονται με αυτή δεν ανατρέπουν τις υποχρεώσεις του Αναδόχου που απορρέουν από τη σύμβαση για την εμπρόθεσμη εκτέλεση των έργων ή τμημάτων τους και τις συνέπειες από την υπέρβαση των συμβατικών προθεσμιών (παρ. 3, άρθρο 47, ΠΔ 609/85), όπως αυτές προσδιορίζονται στα συμβατικά τεύχη του έργου.

Η Ειδική Πρόσκληση πρέπει, επί ποινή ακυρότητας της διαδικασίας, να κοινοποιηθεί στον Ανάδοχο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 29 του ΠΔ 609/85, δηλ., με όργανο της Υπηρεσίας ή με οποιοδήποτε άλλο δημόσιο όργανο ή με δικαστικό επιμελητή και όχι με το ταχυδρομείο, έστω και με συστημένη επιστολή (ΣτΕ 657/96 (Τμ. Α’) ΔιΔικ 10, 1000).

Σημειώνεται ότι η απαίτηση συγκε­κριμένης περιγραφής ενεργειών ή εργασιών, που πρέπει να εκτελεστούν από τον Ανάδοχο, αναφέρεται σε σαφή προσδιορισμό τόσο του είδους και του χαρακτήρα των εργασιών, όσο και της κατά προσέγγιση ποσότητάς τους, ώστε να είναι δυνατή η κρίση για το εύλογο ή μη της τασσόμενης για την εκτέλεσή τους προθεσμίας από την οποία και εξαρτάται η νομιμότητα της έκπτωσης που τυχόν θα επακολουθήσει (ΣτΕ 2648/96 (Α’ Τμ.) ΔιΔικ 10, 465 και  ΔΕφΑθ 3373/91 ΔιΔικ 5, 414).

Στις εργασίες που καλείται ο Ανάδοχος να εκτελέσει με την Ειδική Πρόσκληση, είναι δυνατό να περιλαμβάνονται και νέες εργασίες, υπό την προϋπόθεση ότι θα έχουν προηγουμένως περιληφθεί σε σχετικό ΑΠΕ και ΠΚΤΜΝΕ ή, αν η εκτέλεσή τους είναι επείγουσα, σε σχετική εγκριτική απόφαση της Υπηρεσίας (ΣτΕ 5827/95 ΝΔΕ Τομ. 3, 26/1).

5.3  Έκπτωση Αναδόχου

Μετά την εκπνοή της διορίας που ορίζεται στην Ειδική Πρόσκληση και εφόσον ο Ανάδοχος δεν συμμορφώθηκε με όσα διατάσσονται σ' αυτήν από λόγους που ανάγονται σε δική του αποκλειστική υπαιτιότητα (ΣτΕ 2648/96 (Α’ Τμ.) ΔιΔικ 10, 465,  ΣτΕ 4155/96 (Α’ Τμ.) ΔιΔικ 10, 760), ο Επιβλέπων του έργου ενημερώνει τον Προϊστάμενο της Διευθύνουσας Υπηρεσίας Κατασκευών.  Ο τελευταίος, με αποκλειστική αρμοδιότητα, εκδίδει μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δύο μηνών από την εκπνοή της διορίας που ορίζεται στην Ειδική Πρόσκληση, Απόφαση Έκπτωσης του Αναδόχου (παρ. 4, άρθρο 47, ΠΔ 609/85). (βλ. έντυπο ΔΠΚ12/Ε3).

Ο Ανάδοχος έχει δικαίωμα να ασκήσει ένσταση κατά της Απόφασης Έκπτωσης μέσα σε προθεσμία 15 ημερών από την κοινοποίησή της σ’ αυτόν (άρθρο 12, παρ. 1, Ν 1418/84). 

Η έκπτωση γίνεται οριστική (επικύρωση της έκπτωσης) αν δεν ασκηθεί εμπρόθεσμα ένσταση από τον Ανάδοχο ή αν ασκηθεί, αλλά απορριφθεί, η ένσταση. Η ένσταση που ασκείται εμπρόθεσμα αναστέλλει την απόφαση έκπτω­σης μέχρι να εκδοθεί η απόφαση επί της ένστασης.

Για την ένσταση αποφασίζει η Προϊσταμένη Αρχή, μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δύο μηνών από την κατάθεση της ένστασης (άρθρο 12, παρ. 2, Ν 1418/84). Ειδικότερα για την έκδοση απόφασης επί της ένστασης, εφόσον αυτή ασκηθεί, ακολουθούνται όσα αναφέρονται στην πράξη ΒΔΠ-Β-16 – Διοικητική Διαχείριση Διαφορών.

Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, τεκμαίρεται ματαίωση της έκπτωσης. Μέσα στην ίδια προθεσμία η έκπτωση μπορεί να αρθεί με αποδοχή της ένστασης και όταν, μέχρι την έκδοση της απόφασης για την ένσταση, ο Ανάδοχος βελτιώσει το ρυθμό ή την ποιότητα της εργασίας του, ώστε να μπορεί να συναχθεί άρση των λόγων που οδήγησαν στην έκπτωση. Ο Προϊστάμενος της Διευθύνουσας Υπηρεσίας, μετά από εισήγηση του Επιβλέποντα του έργου, έχει την αρμοδιότητα και μπορεί να προτείνει με έγγραφο προς την Προϊσταμένη Αρχή την αποδοχή της ένστασης, αν συντρέχουν οι λόγοι που προαναφέρθηκαν (άρθρο 47, παρ. 5, ΠΔ 609/85).

Από την έκδοση της απόφασης έκπτωσης μέχρι την έκδοση απόφασης από την Προϊσταμένη Αρχή για τον καθορισμό του τρόπου εκτέλεσης των υπολειπομένων εργασιών, η Διευθύνουσα Υπηρεσία μπορεί να εκτελέσει τα απαιτούμενα έργα προς αποτροπή τυχόν κινδύνων με οποιονδήποτε τρόπο, σε βάρος και για λογαριασμό του Αναδόχου (π.χ., αναθέτοντας στο εναπομένον προσωπικό του έκπτωτου Αναδόχου με αυτεπιστασία της Υπηρεσίας ή σε άλλο εργολάβο την εκτέλεση των απαραίτητων εργασιών και καταλογίζοντας τη σχετική δαπάνη στον έκπτωτο Ανάδοχο). 

Ο Ανάδοχος που έχει υποβάλει ένσταση, είναι υποχρεωμένος να συνεχίζει και να εντείνει τις εργασίες και ιδίως να εκτελεί τις εργασίες που από τη φύση τους δεν πρέπει να διακοπούν ή που ορίζονται ως κατεπείγουσες από τη Διευθύνουσα Υπηρεσία (παρ. 7, άρθρο 47, ΠΔ 609/85).

Αν δεν συμμορφωθεί ο Ανάδοχος που έχει υποβάλει ένσταση, μπορεί σε κάθε περίπτωση η Προϊσταμένη Αρχή, με εισήγηση της Διευθύνουσας Υπηρεσίας, να δώσει εντολή για εκτέλεση των εργασιών αυτών ή ορισμένων από αυτές, με απευθείας ανάθε­ση (ανάθεση με διαπραγματεύσεις) σε άλλον εργολάβο ή μετά από πρόχειρο διαγωνισμό ή και με αυτεπιστασία από την Υπηρεσία. Στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζονται οι αντίστοιχες ισχύουσες διατάξεις του νόμου. Οι εργασίες αυτές, αν δικαιωθεί ο υπό έκπτωση Ανάδοχος, αφαιρούνται οριστικά από το αντικείμενο της εργολαβίας του, διαφορετικά η εκτέλεσή τους γίνεται σε βάρος και για λογαριασμό του (παρ. 7, άρθρο 47, ΠΔ 609/85).

5.4  Συνέπειες Έκπτωσης

Όταν η έκπτωση καταστεί οριστική, δηλαδή μετά από την απόφαση επικύρωσής της που εκδίδει η Προϊσταμένη Αρχή, ο Ανάδοχος αποξενώνεται και αποβάλλεται, κατ' αρχήν, από το έργο και η εργολαβία εκκαθαρίζεται το συντομότερο δυνατόν (παρ. 8, άρθρο 47, ΠΔ 609/85).

Κατ' εξαίρεση, μπορεί να επιτραπεί στον έκπτωτο Ανάδοχο να εκτελέσει συμπληρώσεις ημιτελών εργασιών, ώστε αυτές να μπορεί να επιμετρηθούν ή ακόμη και να εκτελέσει εργασίες για άρση ή αποτροπή κινδύνων (παρ. 8, άρθρο 47, ΠΔ 609/85).

Η απόφαση της έκπτωσης, όπως τελικά διαμορφώνεται με την απόφαση επικύρωσής της από την Προϊσταμένη Αρχή, μπορεί επίσης να ορίσει αν μηχανήματα και εργοταξιακές εγκαταστάσεις του έκπτωτου Αναδόχου θα παραμείνουν στη διάθεση της Υπηρεσίας για το έργο μετά την απομάκρυνσή του.

Κατά του οριστικά εκπτώτου Αναδόχου επέρχονται αθροιστικά οι εξής συνέπειες (παρ. 9, άρθρο 47, ΠΔ 609/85):

α.       Γίνεται άμεσα απαιτητό το αναπόσβεστο μέρος της προκαταβολής με τους τόκους,

β.   Καταπίπτει υπέρ του ΚτΕ, ως ειδική ποινική ρήτρα, μέρος της κατατεθειμένης εγγύησης για την καλή εκτέλεση του έργου, που αντιστοιχεί στο λόγο Α/Σ, όπου Σ το οικονομικό αντικείμενο της σύμβασης, όπως διαμορφώθηκε με τον τελευταίο Ανακεφαλαιωτικό Πίνακα Εργασιών, και Α το ανεκτέλεστο μέρος της σύμβασης, όπως προκύπτει ως διαφορά Σ-Π, όπου Π το σύνολο των πιστοποιουμένων εργασιών μέχρι την έκδοση της απόφασης για την έκπτωση. Στους υπολογισμούς αυτούς δεν λαμβάνονται υπόψη οι αναθεω­ρήσεις τιμών και ποσά για απρόβλεπτα,

γ.   Καταπίπτουν υπέρ του ΚτΕ το σύνολο των ποινικών ρητρών, που προβλέπονται για την υπέρβαση της συνολικής προθεσμίας αποπε­ράτωσης του έργου. Το αναπόσβεστο μέρος της προκαταβολής με τους τόκους και οι πιο πάνω ποι­νικές ρήτρες, αναζητούνται αμέσως με ισόποση κατάπτωση των αντίστοιχων εγγυητικών επιστολών προκαταβολής και καλής εκτέλεσης. Η Διευθύνουσα Υπηρεσία υποχρεούται να αναζητήσει τα ποσά αυτά μέσα σε ένα μήνα από την επικύρωση της έκπτωσης.

δ.       Εκτός από τις ανωτέρω συνέπειες, εκτελούνται σε βάρος και για λογαριασμό του έκπτωτου Αναδόχου οι υπολειπόμενες εργασίες της εργολαβίας του. 

Ειδικότερα για την εκκαθάριση της έκπτωτης εργολαβίας, με μέριμνα του Επιβλέποντα του έργου, καλείται εγγράφως ο έκπτωτος Ανάδοχος να υποβάλει, σε τακτή εύλογη προθεσμία, την επιμέτρηση των εργασιών που έχει εκτελέσει. Η Διευθύνουσα Υπηρεσία μπορεί σε κάθε περίπτωση, π.χ., σε περίπτωση που παρέλθει άπρακτη η προθεσμία που έχει τεθεί, να προχωρήσει η ίδια στην υπόψη επιμέτρηση, καλώντας τον έκπτωτο Ανάδοχο να παραστεί ή να συνδυάσει την επιμέτρηση με την απογραφή της υπάρχουσας κατάστασης που προηγείται της έναρξης των εργασιών του νέου Αναδόχου (παρ. 10, άρθρο 47, ΠΔ 609/85).

Η Διευθύνουσα Υπηρεσία μπορεί επίσης, σε περίπτωση καθυστέρησης του έκπτωτου Αναδόχου, να συντάξει την επιμέτρηση με ιδιώτη τεχνικό. Η σχετική δαπάνη καταβάλλεται από τις πιστώσεις του έργου και αφαιρείται από το λαβείν του Αναδόχου στον εκκαθαριστικό λογαριασμό. Η ανωτέρω επιμέτρηση, περιλαμ­βάνει μόνο πλήρεις εργασίες. Κατ' εξαίρεση, ημιτελείς εργασίες και προσκομισθέντα υλικά περι­λαμβάνονται στην επιμέτρηση, αν κατά την κρίση της Υπηρεσίας, είναι χρήσιμα για τον κύριο του έργου, ενόψει και των προοπτικών συνέχισης του έργου. Εγκαταστάσεις του έκπτωτου Αναδόχου που δεν τις έχει αφαιρέσει, όπως και εγκαταστάσεις και μηχανήματα παραμένοντα με διαταγή της Υπηρεσίας, δεν περιλαμβάνονται στην επιμέτρηση και το λογαριασμό. Για τα τελευταία γίνεται καταγραφή τους και καταβάλλεται  αποζημίωση μεταγενέστερα, όταν αυτά χρησιμοποιηθούν, ανάλογα με το χρόνο χρήσης τους (παρ. 10, άρθρο 47, ΠΔ 609/85).

5.5  Ανάθεση της συνέχισης των εργασιών

Στην περίπτωση οριστικοποίησης της έκπτωσης, η Προϊσταμένη Αρχή καθορίζει αν θα συνεχισθούν τα έργα στο σύνολό τους ή αν θα εκτελεσθούν μόνον οι εργασίες που κρίνονται αναγκαίες, καθώς  και τον τρόπο εκτέλεσής τους. Οι εργασίες αυτές εκτελούνται με άλλον Ανάδοχο, που επιλέγεται έπειτα από δημοπρασία με οποιοδήποτε σύστημα υποβολής προσφορών, ή με άλλο νόμιμο τρόπο. Σε περίπτωση συνέχισης των εργασιών με άλλον Ανάδοχο, μπορεί η νέα εργολαβία να καταρτισθεί με τα ίδια συμβατικά τεύχη και τους ίδιους όρους της εργολαβίας που κηρύχθηκε έκπτωτη.  Σ΄ αυτή την περίπτωση, επιτρέπονται οι παρακάτω ειδικές ρυθμίσεις (παρ. 11 και 12,  άρθρο 47, ΠΔ 609/85):

α.       Η διακήρυξη ή η ανάθεση περιλαμβάνει μνεία των διατάξεων των  παραγράφων 11 και 12 του άρθρου 47 του ΠΔ 609/85 και αναφέρεται στα συμβατικά τεύχη της έκπτωτης εργολαβίας, στα οποία επιφέρονται μόνον οι αναγκαίες διορθώσεις (π.χ. νέες προθεσμίες). Ως τιμολόγιο της νέας εργολαβίας μπορεί να χρησιμοποιηθεί το τιμολόγιο και τα πρωτόκολλα κανονισμού νέων τιμών μονάδας της έκπτωτης εργολαβίας και να γίνουν δεκτές αρνητικές εκπτώσεις, αν είναι αναγκαίες. Ως προϋπολογισμός της νέας εργολαβίας μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο προϋπολογισμός ή, αν υπάρχει, ο τελευταίος Ανακεφαλαιωτικός Πίνακας Εργασιών της έκπτωτης εργολαβίας, απ' τον οποίο έχουν αφαιρεθεί, στο σκέλος των ποσοτήτων, οι ποσότητες που περιλαμβάνονται στον τελευταίο λογαριασμό της έκπτωτης εργολαβίας ή στον εκκαθαριστικό της λογαριασμό, αν τυχόν έχει στο μεταξύ συνταχθεί.

β.       Αν η επιμέτρηση της έκπτωτης εργολαβίας δεν έχει συνταχθεί, μπορεί η διακήρυξη ή η σύμβαση για τη συνέχιση να περιλαμβάνει τον όρο ότι θα συνδυασθεί η απογραφή της υπάρχουσας κατάστασης κατά την έναρξη της νέας εργολαβίας με την επιμέτρηση των εργασιών της έκπτωτης εργολαβίας. Σ΄ αυτή την περίπτωση η επιμέτρηση συντάσσεται κατ΄ αντιπαράσταση των δύο Αναδόχων με παρουσία οργάνων της Υπηρεσίας. Η σύνταξη ή επαλήθευση της επιμέ­τρησης γίνεται από τα λοιπά μέρη έστω και αν ο ένας από τους κληθέντες Αναδόχους ή και οι δύο δεν προσέλθουν ή αρνηθούν τη σύμπραξη ή την υπογραφή της επιμέτρησης.

γ.       Η επιμέτρηση συντάσσεται έστω και από μόνη την Υπηρεσία και κοινοποιείται στο μέρος ή στα μέρη που δεν συμπράξανε, σαν πράξη της Διευθύνουσας Υπηρεσίας για την υποβολή τυχόν ενστάσεων σύμφωνα με το νόμο. Η ένσταση κοινοποιείται μέσα στην προθεσμία της άσκησης της και στην άλλη εργοληπτική επιχείρηση, η οποία μπορεί να υποβάλει τυχόν αντιρρήσεις μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία πέντε ημερών.  Η κοινοποίηση της ένστασης και στην άλλη εργοληπτική επιχείρηση αποτελεί ουσιώδη τύπο της διαδικασίας, η μη τήρηση του οποίου την καθιστά απαράδεκτη (ΔΕφΠειρ 1800/90 ΝΔΕ Τομ. 2, 33/2). 

δ.       Σε περίπτωση που η έκπτωτη εργολαβία είχε καταρτισθεί με σύστημα που περιλάμβανε κατ΄ αποκοπή τίμημα, είναι δυνατό να ακολουθηθεί το ίδιο σύστημα για την κατάρτιση της νέας εργολαβίας, οπότε η υπάρχουσα κατάσταση των εργασιών της έκπτωτης εργολαβίας εκτιμάται από το νέο Ανάδοχο για την υποβολή της προσφοράς του, χωρίς ειδικότερη απογραφή.

Για την οριστική εκκαθάριση της έκπτωτης εργολαβίας υπολογίζεται και η διαφορά δαπάνης των υπολειπομένων εργασιών που βαρύνει τον έκπτωτο Ανάδο­χο. Για τον υπολογισμό αυτό, λαμβάνονται υπόψη οι διαφορές ποσοτήτων μεταξύ του τελευταίου εγκεκριμένου Ανακεφαλαιωτικού Πίνακα Εργασιών της έκπτωτης εργολαβίας και της επιμέτρησης των εργασιών της και ως διαφορές τιμών λαμβάνονται οι διαφορές μεταξύ των τιμών της σύμβασης που καταρτίσθηκε για τη συνέχιση των εργασιών, σε σχέση με τις τιμές της έκπτωτης εργολαβίας αναθεωρημένες μέχρι το χρόνο κατάρτισης της νέας σύμβασης. Αν η νέα εργολαβία περιλαμβάνει συνθετότερα ή αναλυτικότερα κονδύλια εργασιών από την έκπτωτη εργολαβία, γίνονται οι αναγκαίες προσαρμογές. Στη διαφορά προστίθεται και η δαπάνη για τυχόν αναγκαστικές εργασίες που εκτελέσθηκαν μέχρι τότε. Από το σύνολο της διαφοράς αφαιρείται η ειδική ποινική ρήτρα της περίπτωσης β της παραγράφου 9 του άρθρου 47 του ΠΔ 609/85, αν αυτή είναι μικρότερη. Αν η ποινική ρήτρα είναι μεγαλύτερη, η αξίωση του ΚτΕ εξαντλείται στην ποινική αυτή ρήτρα. Όταν η σύμβαση για τη συνέχιση των εργασιών δεν καταρτισθεί μέσα σε ένα χρόνο από την επικύρωση της έκπτωσης, η αξίωση του ΚτΕ εξαντλείται επίσης στην πιο πάνω ποινική ρήτρα (παρ. 13, άρθρο 47, ΠΔ 609/85).

Στον εκκαθαριστικό λογαριασμό, που συντάσσεται από τη Διευθύνουσα Υπηρεσία με μέριμνα του Επιβλέποντα του έργου, αφαιρούνται οριστικά οι διαφορές της προηγούμενης παραγράφου, το μέρος των ποινικών ρητρών της παραγράφου 9 του άρθρου 47 του ΠΔ 609/85, που τυ­χόν δεν έχει εισπραχθεί από εγγυητικές επιστολές και κάθε άλλη εκκαθαρισμένη απαίτηση κατά του έκπτωτου Αναδόχου. Αν ο εκκαθαριστικός λογαριασμός είναι αρνητικός, η διαφορά εισπράττεται από το υπόλοιπο των εγγυητικών επιστολών ή επιδιώκεται η είσπραξή της σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για τον ΚτΕ. Όταν τα έσοδα του ΚτΕ εισπράττονται ως δημόσια έσοδα, οι σχετικές διαφορές βεβαιώνονται στο αρμόδιο Δημόσιο Ταμείο. Εκκαθαριστικός λογαριασμός γίνεται και πριν από τον υπολογισμό της διαφοράς της προηγούμενης παραγράφου, για την εφαρμογή της παραγράφου 9 του άρθρου 47 του ΠΔ 609/85. Ο εκκαθαριστικός λογαριασμός επαναλαμβάνεται ως τελικός λογαριασμός μετά την παραλαβή των εργασιών της έκπτωτης εργολαβίας, που διενεργείται σαν προσωρινή και οριστική παραλαβή το συντομότερο δυνατό κατά προτεραιότητα από όλες τις άλλες παραλαβές του φορέα κατασκευής (παρ. 14, άρθρο 47, ΠΔ 609/85).

6.  Σχετικά έγγραφα και έντυπα

ΔΠΚ12/Ε1

Ειδική Διαταγή

ΔΠΚ12/Ε2

Ειδική Πρόσκληση

ΔΠΚ12/Ε3

Απόφαση Έκπτωσης Αναδόχου

7.  επόμενες διοικητικές πράξεις

--