ΔΙΑΛΥΣΗ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΟΛΑΒΙΑΣ

 

 

Ο Συντάξας:                                                    

Ημερομηνία:

Ο Ελέγξας:                                                      

Ημερομηνία:

Ο Εγκρίνων:                                                   

Ημερομηνία:

 

 

 

 

 

Αριθμός Έγκρισης:

 

 

 


1.  Σκοπός

Σκοπός αυτής της πράξης είναι η σύννομη διάλυση μίας εργολαβίας, προκειμένου να διασφαλιστούν τα συμφέροντα του Ελληνικού Δημοσίου.

2.      Πεδίο εφαρμογής / Αντικείμενο

Η πράξη αυτή εφαρμόζεται σε όλες τις εργολαβίες της Υπηρεσίας που διέπονται ως προς την εκτέλεσή τους από το Ν 1418/84.

3.  Υπευθυνότητα και αρμοδιότητα

Υπεύθυνοι για την εφαρμογή είναι:

·                Ο Διευθυντής της Υπηρεσίας: όσον αφορά στην εποπτεία εφαρμογής της πράξης και την έκδοση αποφάσεων, συγκρότηση επιτροπών κτλ., αρμοδιότητας Προϊσταμένης Αρχής.

·                Ο Προϊστάμενος της Διευθύνουσας Υπηρεσίας Κατασκευών: όσον αφορά στον έλεγχο αρμοδιότητας Διευθύνουσας Υπηρεσίας και την έκδοση διαταγής διάλυσης, απόφασης επί τυχόν ειδικής δήλωσης του Αναδόχου, τη σύνταξη εισηγήσεων προς την Προϊσταμένη Αρχή, τη σύνταξη πρόσκλησης ματαίωσης της διάλυσης κτλ., για τις εργολαβίες της Υπηρεσίας.

·                Ο Επιβλέπων Μηχανικός: όσον αφορά στην υλοποίηση των εντολών του Προϊσταμένου της Διευθύνουσας Υπηρεσίας, τη σύνταξη των σχετικών εισηγήσεων καθώς και σχεδίων διαταγής διάλυσης, απόφασης επί τυχόν ειδικής δήλωσης του Αναδόχου, πρόσκλησης ματαίωσης της διάλυσης κτλ., για τις εργολαβίες της Υπηρεσίας στο έργο που επιβλέπει.

4.  Ορισμοί

·                Διάλυση της σύμβασης: θεσμός που καλύπτει όλες εκείνες τις περιπτώσεις αιφνίδιας λήξης της συμβατικής σχέσης και διακοπής των εργασιών κατασκευής του έργου για τις οποίες δεν είναι υπαίτιος ο Ανάδοχος. Στο θεσμό της διάλυσης υπάγονται όλες οι περιπτώσεις απότομης λήξης της συμβατικής σχέσης που ανάγονται σε υπαιτιότητα του ΚτΕ ή του φορέα κατασκευής, καθώς και εκείνες που δεν ανάγονται σε υπαιτιότητα κανενός.

5.  Περιγραφή ενεργειών / Διαδικασία

5.1     Γενικά

Η διάλυση της σύμβασης είναι θεσμός συμπληρωματικός της έκπτωσης του Αναδόχου, κατά την έννοια ότι καλύπτει όλες εκείνες τις περιπτώσεις αιφνίδιας λήξης της συμβατικής σχέσης και διακοπής των εργασιών κατασκευής του έργου για τις οποίες δεν είναι υπαίτιος ο Ανάδοχος.  Οι θεσμοί της έκπτωσης και της διάλυσης της σύμβασης αλληλοκαλύπτονται σε πολλά σημεία τους από άποψης πραγματικών περιστατικών και η υπαγωγή στις διατάξεις του ενός ή του άλλου ενέχει ιδιαίτερη σημασία, εφόσον είναι σύμφυτη προς τον καταλογισμό της υπαιτιότητας και την εν συνεχεία επιδίκαση αποζημιώσεων, κατάπτωση ποινικών ρητρών κτλ. Ταυτόχρονα οι θεσμοί αυτοί αλληλοαναιρούνται, υπό την έννοια ότι η εφαρμογή του ενός αποκλείει τον άλλο. Ειδικότερα, δεν νοείται διάλυση της εργολαβίας σε περίπτωση που έχει καταστεί οριστική η έκπτωση του Αναδόχου από αυτήν (ΔΕφΑθ 1927/90 ΔιΔικ 3, 873).  Αντιστρόφως, μετά τη διάλυση της εργολαβίας, η απόφαση της Διευθύνουσας Υπηρεσίας για την έκπτωση του Αναδόχου στερείται κύρους και δεν έχει έννομες συνέπειες, αφού δεν υπάρχει πλέον εργολαβία από την οποία να κηρυχθεί έκπτωτος ο Ανάδοχος (ΕφΠατρ 501/87 ΑχΝομ 4, 758).  Για το λόγο αυτό, στην πράξη παρατηρείται ένα είδος «αγώνα ταχύτητας» μεταξύ των μερών για να κινήσουν τη διαδικασία του θεσμού που τους συμφέρει, πριν το άλλο μέρος προλάβει να κινήσει τη διαδικασία του αντίθετου θεσμού.

5.2  Διακρίσεις κατηγοριών διάλυσης της σύμβασης

Η διάλυση της σύμβασης μπορεί να υποδιαιρεθεί σε δύο βασικές κατηγορίες:

(1)            Αυτή που πραγματοποιείται με πρωτοβουλία του ΚτΕ.

(2)            Αυτή που πραγματοποιείται με πρωτοβουλία του Αναδόχου.

5.2.1         Διάλυση της σύμβασης κατόπιν πρωτοβουλίας του ΚτΕ

Ο φορέας κατασκευής του έργου, ενεργώντας για λογαριασμό του ΚτΕ, έχει δικαίωμα να διαλύσει τη σύμβαση οποτεδήποτε και για οποιοδήποτε λόγο. Στην περίπτωση αυτή, οφείλεται στον Ανάδοχο αποζημίωση μόνο αν κατά το χρόνο διάλυσης της σύμβασης έχουν εκτελεστεί εργασίες αξίας μικρότερης από τα τρία τέταρτα (3/4) του αρχικού συνολικού συμβατικού ποσού (άρθρο 9, παρ. 1, Ν 1418/84).

Η σύμβαση θεωρείται ότι έχει διαλυθεί από την κοινοποίηση στον Ανάδοχο της διαταγής του φορέα κατασκευής για διακοπή των εργασιών, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, εκτός αν με τη διαταγή ορίζεται μεταγενέστερος χρόνος διάλυσης, ώστε να εκτελεστούν στο μεταξύ εργασίες οι οποίες ορίζονται στη διαταγή (άρθρο 48, παρ. 1, ΠΔ 609/85).

5.2.2         Διάλυση της σύμβασης κατόπιν πρωτοβουλίας του Αναδόχου

Ο Ανάδοχος, σε αντίθεση προς τον ΚτΕ, δεν έχει δικαίωμα να διαλύσει τη σύμβαση για οποιοδήποτε λόγο παρά μόνο για τους ακόλουθους περιοριστικά αναφερομένους στο νόμο λογούς (άρθρο 9, παρ. 2, Ν 1418/84):

(1)            Αν μετά από την υπογραφή της σύμβασης καθυστερήσει η έναρξη των εργασιών περισσότερο από τρεις μήνες με υπαιτιότητα του φορέα κατασκευής ή του ΚτΕ, εκτός αν στη σύμβαση ορίζεται διαφορετικά σχετικά με την έναρξη των εργασιών.

Η υπαιτιότητα του φορέα κατασκευής ή του ΚτΕ πρέπει να είναι αποκλειστική, ώστε να συντρέξει ο συγκεκριμένος λόγος διάλυσης της σύμβασης. Γενικά δε, όπου απαιτείται υπαιτιότητα του φορέα κατασκευής ή του ΚτΕ για τη συνδρομή των προϋποθέσεων κάποιου λόγου διάλυσης της σύμβασης, η υπαιτιότητα αυτή πρέπει να είναι αποκλειστική (ΔΕφΑθ 541/91 ΔιΔικ 4, 132 και ΣτΕ 198/93 (Τμ. Α') ΝΔΕ Τομ. 2, 22/5).

Για να επέλθει η διάλυση της σύμβασης για το συγκεκριμένο λόγο, ο Ανάδοχος πρέπει να επιδώσει αίτηση διάλυσης της σύμβασης προς τη Διευθύνουσα Υπηρεσία και να την κοινοποιήσει στη συνέχεια στον ΚτΕ, εάν αυτός δεν ταυτίζεται με το φορέα κατασκευής (άρθρο 48, παρ. 6, ΠΔ 609/85). Έπεται από τα ανωτέρω, ότι σε περίπτωση ταύτισης του φορέα κατασκευής με τον ΚτΕ, δεν απαιτείται η κοινοποίηση της αίτησης διάλυσης προς τον τελευ­ταίο. Η αίτηση διάλυσης επιδίδεται στη Διευθύνουσα Υπηρεσία με δικαστικό επιμελητή, κατ' ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 29, παρ. 1 του ΠΔ 609/85, που ρυθμίζουν τον τρόπο επίδοσης εγγράφων της Υπηρεσίας προς τον Ανάδοχο (ΔΕφΑθ 1927/90 ΔιΔικ 3, 873).  Το αυτό ισχύει και σε περίπτωση που απαιτείται η κοινο­ποίηση αυτής προς τον ΚτΕ.

Επί της αίτησης διάλυσης αποφασίζει η Διευθύνουσα Υπηρεσία μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από την επίδοση της αίτησης σ' αυτήν. Την απόφαση της αυτή η Διευθύνουσα Υπηρεσία πρέπει να κοινοποιήσει στην Προϊσταμένη Αρχή. Εάν η προθεσμία παρέλθει άπρακτη, θεωρείται ότι η αίτηση διάλυσης έγινε δεκτή (πλασματική επέλευση διάλυσης, άρθρο 48, παρ. 6 και 7, ΠΔ 609/85).  Για να μην επέλθει η πλα­σματική διάλυση με την άπρακτη πάροδο της δίμηνης προθεσμίας, αρκεί να εκδοθεί μέσα στην προθεσμία αυτή η απόφαση από τη Διευθύνουσα Υπηρεσία και δεν απαιτείται να γίνει μέσα στην ίδια προθεσμία και η κοινοποίησή της στον Ανάδοχο. Τα αποτελέσματα, όμως, της απόφασης (απορριπτικής ή θετικής) επέρχονται από το χρόνο της κοινοποίησης της στον Ανάδοχο, δεδομένου ότι η κοινοποίηση αποτελεί αναγκαίο μέσο γνωστοποίησης της απόφασης. Η κοινοποίηση προς τον Ανάδοχο πρέπει, πάντως, να χωρήσει μέσα σε εύλογο χρόνο (ΔΕφΑθ 4302/90 ΔιΔικ 3, 1189). 

(2)            Αν οι εργασίες διακοπούν ύστερα από την έναρξη τους με διαταγή του φορέα κατασκευής για διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών από την κοινοποίηση της διαταγής διακοπής.

Για να επέλθει η διάλυση της σύμβασης, ο Ανάδοχος πρέπει να υποβάλει αίτηση διάλυσης. Ο τρόπος υποβολής της αίτησης διάλυσης, η προθεσμία έκδοσης απόφασης επ' αυτής και όλη η σχετική διαδικασία είναι η ίδια με την προηγούμενη περίπτωση (1).  Η μόνη διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι στην εν λόγω περίπτωση, σε αντίθεση προς την προηγούμενη, δεν απαιτείται, πέραν των πραγματικών περιστατικών, να διαγνωστεί και η συνδρομή ή μη υπαιτιότητας του φορέα κατασκευής, δεδομένου ότι η υπαιτιότητα του φορέα κατασκευής δεν αποτελεί εδώ προϋπόθεση της βασιμότητας της αίτησης διάλυσης του Αναδόχου.

(3)            Αν οι εργασίες διακοπούν ύστερα από την έναρξη τους από υπαιτιότητα του φορέα κατασκευής ή του ΚτΕ για διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών από την επίδοση ειδικής δήλωσης του Αναδόχου.

Οι επιμέρους προϋποθέσεις για να συντελεστεί η διάλυση στην προκειμένη περίπτωση είναι οι εξής:

i.                α.     Διακοπή των εργασιών μετά την έναρξη τους.

ii.              β.     Η διακοπή αυτή να έχει προκληθεί από αποκλειστική υπαιτιότητα του φορέα κατασκευής ή του ΚτΕ.

iii.             γ.     Υποβολή ειδικής δήλωσης του Αναδόχου, μετά την επέλευση της διακοπής.

iv.             δ.     Πάροδος τριμήνου από την επίδοση της ειδικής δήλωσης χωρίς να αρθεί στο μεταξύ η διακοπή των εργασιών.

v.               ε.     Αίτηση του Αναδόχου για διάλυση της σύμβασης, η οποία πρέπει να επιδοθεί μετά από την παρέλευση του τριμήνου.

Όλες οι προϋποθέσεις για την επέλευση της διάλυσης, πλην της ειδικής δήλωσης του Αναδόχου, έχουν εκτεθεί κατά την εξέταση των προηγουμένων περιπτώσεων.

Η ειδική δήλωση διακοπής των έργων υποβάλλεται από τον Ανάδοχο στον Προϊστάμενο της Διευθύνουσας Υπηρεσίας μετά από την επέλευση του γεγονότος της διακοπής των εργασιών. Η δήλωση υποβάλλεται με κοινοποίηση της με δικαστικό επιμελητή προς τον Προϊστάμενο της Διευθύνουσας Υπηρεσίας, εφαρμοζομένων αναλογικώς όσων ισχύουν για την κοινοποίηση της αίτησης διάλυσης.  Η δήλωση πρέπει επίσης να κοινοποιηθεί στον ΚτΕ, σε περίπτωση που αυτός δεν ταυτίζεται με το φορέα κατασκευής.

Η ειδική δήλωση πρέπει απαραιτήτως να έχει, επί ποινή μη παραγωγής εννόμων αποτελεσμάτων, το παρακάτω περιεχόμενο:

i.                α.     Να καθορίζει συγκεκριμένα την υπαιτιότητα, που αποδίδεται στο φορέα κατασκευής ή τον ΚτΕ, η οποία προκάλεσε τη διακοπή.

ii.              β.     Να δίνονται στοιχεία για τα τμήματα του έργου που έχουν κατασκευα­στεί μέχρι τη διακοπή των εργασιών και για την εκτίμηση της αξίας τους.

iii.             γ.     Να περιγράφονται τα τμήματα του έργου που υπολείπονται για εκτέλεση και να αιτιολογείται για καθένα από αυτά η έλλειψη δυνατότητας κατασκευής λόγω της υπαιτιότητας του φορέα κατασκευής ή του ΚτΕ, αν πρόκειται για τέτοια περίπτωση (άρθρο 48, παρ. 2, ΠΔ 609/85).

Η ειδική δήλωση πρέπει επίσης να είναι απαλλαγμένη αιρέσεων ή όρων. Τυχόν αιρέσεις ή όροι που έχουν περιληφθεί στη δήλωση από τον Ανάδοχο δεν επηρεάζουν το κύρος της, απλώς οι αιρέσεις ή όροι δεν λαμβάνονται υπόψη, η δε ειδική δήλωση παράγει όλα τα έννο­μα αποτελέσματα της, σύμφωνα με τα ανωτέρω (ΣτΕ 1918/93 (Τμ. Α') ΝΔΕ Τομ. 2, 22/5).

Μετά την επίδοση της ειδικής δήλωσης κατά τα προηγούμενα, η Διευθύνουσα Υπηρεσία είναι υποχρεωμένη να εξακριβώσει την ακρίβεια ή μη των στοιχείων που περιέχονται σ' αυτήν και να εκδώσει απόφαση, με την οποία να την αποδέχεται ή να την απορρίπτει, μέσα σε προθεσμία 10 ημερών (άρθρο 48, παρ. 3, ΠΔ 609/85).  Αν και αυτό δεν ορίζεται ρητά στο νόμο, η προθεσμία αυτή συνιστάται (επί το ασφαλέστερο) να εκληφθεί εκ μέρους της Υπηρεσίας ως ανατρεπτι­κή, ότι δηλ., εάν παρέλθει χωρίς η Διευθύνουσα Υπηρεσία να έχει εν τω μεταξύ εκδώσει απόφαση επί της ειδικής δήλωσης, υπάρχει περίπτωση η δήλωση να θεωρηθεί, κατά πλάσμα δικαίου, ότι έχει γίνει δεκτή.

Η θετική ή απορριπτική απόφαση επί της δήλωσης δεν αποφαίνεται επί της διάλυσης, αλλά επί του περιεχομένου της δήλωσης και ειδικά επί του θέματος της υπαιτιότητας. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν αποτελεί οριστικό καταλογισμό ή μη της υπαιτιότητας. Αυτό θα γίνει αργότερα με την απόφαση επί της αίτησης διάλυσης.

Η αίτηση διάλυσης υποβάλλεται μετά την πάροδο τριών μηνών από την υποβολή της ειδικής δήλωσης του Αναδόχου και εφόσον εν τω μεταξύ οι δια­κοπείσες εργασίες δεν έχουν επαναρχίσει. Κατά τη λήψη απόφασης εκ μέρους της Προϊσταμένης Αρχής και για το σχηματισμό γνώμης επί της αίτησης διάλυσης, συνεκτιμώνται η ειδική δήλωση, τα στοιχεία που έχουν τυχόν υποβληθεί και η απόφαση της Διευθύνουσας Υπηρεσίας επί της δήλωσης, χωρίς η Προϊσταμένη Αρχή να δεσμεύεται από το όποιο περιεχόμενο της απόφασης αυτής. Το τελευταίο αυτό δεν ορίζεται ρητώς στο νόμο, συνάγεται όμως από την εν γένει διατύπωση των σχετικών διατάξεων και ειδικά από τη λέξη «συνεκτιμώνται» (άρθρο 48 παρ. 4, ΠΔ 609/85), από την οποία προκύπτει ότι η Προϊσταμένη Αρχή διατηρεί πλήρη διακριτική ευχέρεια αναφορικά με τη δυνατότητα να συμφωνήσει ή όχι με το περιεχόμενο της απόφασης της Διευθύνουσας Υπηρεσίας επί της ειδικής δήλωσης. Κατά τα λοιπά ισχύουν όσα έχουν αναφερθεί ανωτέρω για την αίτηση διάλυσης και τη σχετική διαδικασία.

(4)            Αν οι εργασίες διακοπούν για καθυστέρηση πληρωμών, σύμφωνα με την παρ. 10 του άρθρου 5 του Ν 1418/84.

Εάν ο ΚτΕ καταστεί υπερήμερος ως προς την εξόφληση πιστοποίησης, ο Ανάδοχος, πέραν των άλλων δικαιω­μάτων του που αφορούν την αξίωση καταβολής τόκων υπερημερίας από τον ΚτΕ, μπορεί να διακόψει τις εργασίες, αφού κοινοποιήσει στη Διευθύνουσα Υπηρεσία ειδική έγγραφη δήλωση (άρθρο 5, παρ. 10, Ν 1418/84).

Στην εν λόγω περίπτωση, για να συντελεστεί η διάλυση, πρέπει να συντρέξουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

i.                α.     Να καταστεί υπερήμερος ο ΚτΕ ως προς την εξόφληση λογαριασμού.

ii.              Ο λογαριασμός ως προς τον οποίο έχει καταστεί υπερήμερος ο ΚτΕ πρέπει να πληροί όλες τις τυπικές προϋποθέσεις νομιμότητας, όπως αυτές καθορίζονται από τις σχετικές διατάξεις. Σε αντίθετη περίπτωση, ο ΚτΕ δεν καθίσταται υπερήμερος και η τυχόν επακολουθούσα αίτηση διάλυσης δεν επιφέρει καμία έννομη συνέπεια.  Έτσι, σε περίπτωση που έχει συνταχθεί λογαριασμός για επιπλέον των συμβατικών ποσότητες εργασιών, καθώς και για νέες εργασίες, χωρίς αυτές να έχουν περιληφθεί σε εγκεκριμένο συγκριτικό (ανακεφαλαιωτικό πλέον) πίνακα και, αναφορικά προς τις νέες εργασίες, χωρίς να έχουν καθοριστεί γι' αυτές οι τιμές μονάδος με εγκεκριμένο σχετικό πρωτόκολλο, ο λογαριασμός αυτός δεν πληροί τις προϋποθέσεις νομιμότητάς του και ο ΚτΕ δεν είναι δυνατόν να καταστεί υπερήμερος ως προς την εξόφλησή του, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 8 (τώρα παρ. 10) του ν. 1418/84, με περαιτέρω απώτερη συνέπεια ότι δεν είναι δυνατή η κήρυξη της διάλυσης λόγω της μη εξόφλησης του συγκεκριμένου αυτού λογαρια­σμού (ΔΕφΑθ 541/91 ΔιΔικ 4, 132, ΝΔΕ Τομ. 2, 26/5).

iii.             β.     Να κοινοποιήσει στη Διευθύνουσα Υπηρεσία, πριν ακόμη διακόψει τις εργασίες, ειδική έγγραφη δήλωση με το περιεχόμενο που έχει προαναφερθεί, προσαρμοζόμενο ανάλογα προς τις ιδιοτυπίες της παρούσας περίπτωσης. Έτσι η ειδική δήλωση δεν απαιτείται να έχει το εκτεταμένο περιεχόμενο της προηγούμενης περίπτωσης, όπου θα πρέπει να αιτιολογείται για κάθε υπολειπόμενο τμήμα του έργου η έλλειψη δυνατότητας κατασκευής λόγω υπαιτιότητας του φορέα κατασκευής ή του ΚτΕ, διότι στο υπό κρίση θέμα η υπαιτιότητα του ΚτΕ δεν αφορά τη διακοπή των εργασιών καθαυτή, αλλά τη μη πληρωμή της πιστοποίησης. Δεδομένου δε, ότι η υπερημερία του ΚτΕ ως προς τη μη πληρωμή πιστοποίησης εξαρτάται από τη συνδρομή σειράς τυπικών προϋποθέσεων και τη συμπλήρωση ορισμένων προθεσμιών, η ειδική δήλωση του Αναδόχου αρκεί να περιέχει απλή αναφορά των περιστατικών που έχουν καταστήσει τον ΚτΕ υπερήμερο.

iv.             γ.     Να διακόψει τις εργασίες ο Ανάδοχος μετά από την κοινοποίηση της κατά τα άνω ειδικής δήλωσης ή και ταυτόχρονα με αυτήν.

v.               δ.     Μετά την πάροδο διμήνου από την υποβολή της ειδικής δήλωσης διακοπής των εργασιών, να κοινοποιήσει ο Ανάδοχος αίτηση διάλυσης, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διαδικασία.

(5)            Αν η καθυστέρηση των εργασιών χωρίς υπαιτιότητα του Αναδόχου υπερβεί την οριακή προθεσμία του έργου. Η οριακή προθεσμία ισούται προς το ένα τρίτο (1/3) της συνολικής προθεσμίας του έργου και δεν μπορεί να είναι ποτέ μικρότερη των τριών μηνών (άρθρο 5, παρ. 4, Ν 1418/84). 

Σε περίπτωση που υπάρξει υπέρβαση της οριακής προθεσμίας από λόγους που δεν ανάγονται σε υπαιτιότητα, έστω και μερική, του Αναδόχου, ο Ανάδοχος διατηρεί διαζευκτικά το δικαίωμα, είτε να ζητήσει τη διάλυση της σύμβασης και την επιδίκαση της αντίστοιχης αποζημίωσης, είτε να επιδιώξει παράταση προθεσμίας με καταβολή της αναθεώρησης τιμών που αναλογεί για το χρονικό διάστημα της παράτασης.

Εφόσον επιδιώξει την πρώτη λύση, ο Ανάδοχος πρέπει να κοινοποιήσει αίτηση διάλυσης κατά τα προηγούμενα.

Η αίτηση διάλυσης του Αναδόχου, επί ποινή ακυρότητας και απαραδέκτου αυτής, πρέπει να περιέχει, ενόψει των σημαντικών και δυσμενών συνεπειών της, με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που δικαιολογούν την παραδοχή της και, ειδικότερα, την αρχική συμβατική προθεσμία περατώσεως του έργου, τις ημερομηνίες έναρξης και λήξης αυτής και την τυχόν κατά παράτασή της νέα συνολική προθεσμία με τις αντίστοιχες ημερομηνίες, τον τρόπο χορήγησης της (με πρωτοβουλία της Υπηρεσίας ή με αίτηση του Αναδόχου) και τους σχετικούς λόγους (ΔΕφΑθ 4654/97 ΔιΔικ 10, 1270).

Επίσης, η αίτηση πρέπει να επιδοθεί στον ΚτΕ με δικαστικό επιμελητή κατά τη δικονομικά οριζόμενη διαδικασία. Η υπηρεσιακή κατάθεσή της με λήψη αριθμού πρωτοκόλλου δεν αναπληρώνει τη δικονομική επίδοση (ΔΕφΑθ 4654/97 ΔιΔικ 10, 1270).

Η απόφαση της Διευθύνουσας Υπηρεσίας επί της αίτησης διάλυσης πρέπει να κοινοποιηθεί στον Ανάδοχο μέσα σε προθεσμία 15 ημερών. Εάν η απόφαση δεν κοινοποιηθεί μέσα στην προθεσμία αυτή, η αίτηση διάλυσης θεωρείται ότι έχει γίνει δεκτή και η διάλυση χωρεί αυτοδίκαια την τελευταία ημέρα της προθεσμίας αυτής (ΕφΠατρ 501/87 ΑχΝομ 4, 758). Τέτοια πλασματική απο­δοχή της αίτησης δεν λαμβάνει χώρα απλώς με την πάροδο της δεκαπενθήμερης προθεσμίας, εάν συγχρόνως δεν πληρούνται οι ουσιαστικές και τυπικές προϋποθέσεις για την επέλευση της διάλυσης, όπως π.χ. εάν υπάρχει συνυπαιτιότητα του Αναδόχου για την υπέρβαση της οριακής προθεσμίας ή εάν συντρέχει λόγος ακυρότητας ή απαραδέκτου αναφορικά προς τη διαδικασία υποβολής και το περιεχόμενο της αίτησης (ΔΕφΑθ 4654/97 ΔιΔικ 10, 1270).

Επί του δικαιώματος του Αναδόχου να ζητήσει τη διάλυση της σύμβασης δεν ασκεί επίδραση το γεγονός ότι το τμήμα του έργου του οποίου καθυστέρησε η εκτέλεση αποτελεί μικρό μόνο μέρος σε σχέση προς ολόκληρο το έργο, διότι το έργο ανατίθεται ως ενιαίο σύνολο και η καθυστέρηση έστω και ελαχίστου τμήματος αυτού άγει κατ' ανάγκη στην αποδοχή του αιτήματος του Αναδόχου για διάλυση της σύμβασης.  Είναι, πάντως, δυνατό να συντρέξει στην περίπτωση αυτή καταχρηστική άσκηση του σχετικού δικαιώματος από πλευράς του Αναδόχου, ζήτημα το οποίο εναπόκειται στην ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου (ΣτΕ 1582/94 (Τμ. Α')).

Ο Ανάδοχος υποχρεούται να συνεχίσει τις εργασίες μέχρι την έκδοση της απόφασης επί της αίτησης ή, σε περίπτωση που αυτή είναι απορριπτική, μέχρι «την επίλυση της σχετικής διαφοράς κατά τα νόμιμα», όπως ορίζει σχε­τικά ο νόμος (άρθρο 48, παρ. 5, ΠΔ 609/85). 

5.3  Αποζημίωση Αναδόχου σε περίπτωση διάλυσης της σύμβασης

Σε περίπτωση διάλυσης της σύμβασης ο Ανάδοχος δικαιούται αποζημίωσης σε κάθε περίπτωση που η σύμβαση έχει διαλυθεί κατόπιν δικής του πρωτοβουλίας, ενώ σε περίπτωση που η σύμβαση διαλύθηκε κατόπιν πρωτοβου­λίας του φορέα κατασκευής, δικαιούται αποζημίωσης μόνο αν έχουν εκτελε­στεί εργασίες αξίας μικρότερης από τα τρία τέταρτα (3/4) του αρχικού συνο­λικού συμβατικού ποσού.

Η αποζημίωση που καταβάλλεται στον Ανάδοχο απαρτίζεται από τα ακό­λουθα επιμέρους κονδύλια (άρθρο 9, παρ. 3, Ν 1418/84 σε συνδυασμό με άρθρο 50, παρ. 1, ΠΔ 609/85):

(1)            Η αξία των εργασιών που έχουν εκτελεστεί μέχρι και του χρονικού σημείου της διάλυσης της σύμβασης.  Ο υπολογισμός της αξίας των εργασιών που έχουν εκτελεστεί μέχρι και τη διακοπή τους, λόγω διάλυσης, γίνεται ως εξής:

i.                Εάν το έργο έχει αναληφθεί με το σύστημα του κατ' αποκοπή τιμή­ματος, τότε η αξία των εκτελεσθεισών εργασιών προκύπτει από το γινόμενο του ποσοστού των εκτελεσθεισών εργασιών επί την όλη αμοιβή του έργου.

ii.              Εάν οι εκτελεσθείσες εργασίες, λόγω του σταδίου στο οποίο βρί­σκεται το εκτελεσθέν έργο, δεν μπορούν να υπολογιστούν σε ποσοστό επί του κατ' αποκοπή τιμήματος, τότε οι εργασίες αυτές αξι­ολογούνται και εκτιμώνται με βάση τις αντίστοιχες τιμές μονάδας που προβλέπει για το κάθε είδος εργασίας η σύμβαση (ΔΕφΠατρ 368/91 ΑχΝομ 7, 635).

(2)            Η αξία των υλικών που έχουν προσκομιστεί ή βρίσκονται στο στάδιο παραγωγής ή προμήθειας. Η αξία των υλικών καταβάλλεται, εφόσον είχε δοθεί εντολή να προσκομιστούν ή επιβαλλόταν η παραγωγή ή η προμήθεια από το χρονοδιάγραμμα εργασιών, σε συνδυασμό με τις τυ­χόν ειδικές συνθήκες του συγκεκριμένου έργου που επιβάλλουν την προσκόμιση, παραγωγή ή προμήθεια των υλικών.

(3)            Το αναπόσβεστο μέρος των εγκαταστάσεων. Η αξία αυτή καταβάλλεται μόνο εφόσον πρόκειται για τις πράγματι απαραίτητες για το έργο εγκαταστάσεις, αφού ληφθεί υπόψη η τυχόν χρησιμοποίηση τους από τον Ανάδοχο σε άλλα έργα ή η υπαίτια παράλειψη χρησιμοποίησης τους.

(4)            Αποζημίωση για το τεκμαιρόμενο όφελος που θα είχε ο Ανάδοχος, σε περίπτωση που εκτελούσε στο σύνολο του το έργο. Η αποζημίωση για το τεκμαιρόμενο όφελος δεν μπορεί να υπερβαίνει το 5% του αρχικού συνολικού συμβατικού ποσού, μειωμένου κατά το ένα τέταρτο (1/4) και ύστερα από αφαίρεση της αξίας των εργασιών που έχουν εκτελεστεί καθώς και των υλικών και του αναπόσβεστου μέρους των εγκαταστάσεων, στο μέτρο που έχει αναγνωριστεί αποζημίωση γι' αυτά στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.

Για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης λαμβάνονται υπόψη όλες οι σχετικές συνθήκες και ιδίως το μέγεθος του έργου, ο χρόνος αποδέσμευσης του Αναδόχου και η ωφέλεια του Αναδόχου από άλλη εργασία κατά τους όρους του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 700 του Αστικού Κώδικα.

Η αποζημίωση για τις παραπάνω περιπτώσεις (2), (3) και (4), εκτός δηλαδή από την περίπτωση (1), προτείνεται από την Επιτροπή Παραλαβής και κανονίζεται με απόφαση της Προϊσταμένης Αρχής κατά την έγκριση του πρωτοκόλλου παραλαβής (άρθρο 50, παρ. 2, ΠΔ 609/85).

5.4  Ματαίωση διάλυσης

Εάν ο Ανάδοχος συμφωνεί, η διάλυση μπορεί να ματαιωθεί. Στην περίπτωση αυτή ο Ανάδοχος δικαιούται αποζημίωση μόνο για τις θετικές του ζημίες που προκλήθηκαν από την καθυστέρηση της έναρξης ή τη διακοπή των εργασιών (άρθρο 9, παρ. 4, Ν 1418/84).

Προς το σκοπό της ματαίωσης της διάλυσης ο Ανάδοχος πρέπει να υποβάλει σχετική αίτηση προς τη Διευθύνουσα Υπηρεσία. Η αίτηση υποβάλλεται είτε με πρωτοβουλία του Αναδόχου είτε κατόπιν σχετικής πρόσκλησης που του απευθύνει η Διευθύνουσα Υπηρεσία και πρέπει να περιέχει τα στοιχεία υπολογισμού της αποζημίωσης που αξιώνει ο Ανάδοχος.

Αφού παραλάβει την αίτηση, η Διευθύνουσα Υπηρεσία υποχρεούται να τη διαβιβάσει προς την Προϊσταμένη Αρχή μαζί με εισήγηση της επ' αυτής. Η Προϊσταμένη Αρχή υποχρεούται να συγκροτήσει επιτροπή προς διερεύνηση του βάσιμου των απαιτήσεων του Αναδόχου και εκτίμηση του ύψους των θετικών ζημιών που προκλήθηκαν από την καθυστέρηση της έναρξης ή τη διακο­πή των εργασιών. Η επιτροπή μπορεί να ζητήσει από τον Ανάδοχο πληροφορίες και συμπληρωματικά στοιχεία (άρθρο 49, παρ. 1, ΠΔ 609/85).

Η Προϊσταμένη Αρχή είναι αρμόδια να αποφασίσει για τη ματαίωση της διάλυσης και το ύψος της σχετικής αποζημίωσης. Προϋπόθεση για να εγκριθεί η ματαίωση της διάλυσης από την Προϊσταμένη Αρχή, είναι η προηγούμενη γραπτή αποδοχή από τον Ανάδοχο του ύψους της αποζημίωσης που πρό­κειται να του καταβληθεί. Η αποζημίωση δεν μπορεί να είναι ανώτερη από αυτή που έχει εκτιμήσει η προαναφερόμενη επιτροπή, εκτός εάν οι προς τα άνω διαφορές οφείλονται σε διορθώσεις ή συμπληρώσεις των στοιχείων της έκθεσης της επιτροπής.

Με την απόφαση περί ματαίωσης μπορούν να εγκριθούν και οι προσαρμογές στις προθεσμίες του έργου, που έχουν καταστεί αναγκαίες λόγω της επελθούσας διάλυσης (άρθρο 49, παρ. 2, ΠΔ 609/85).

6.  Σχετικά έγγραφα και έντυπα

--

7.  επόμενες διοικητικές πράξεις

--